Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμεταδοσία
ἀμετάδοτος
ἀμετάθετος
ἀμετακίνητος
ἀμετάκλαστος
ἀμετάκλητος
ἀμετάκλιτος
ἀμετάληπτος
ἀμετάλλακτος
ἀμεταμέλητος
ἀμεταμίσθωτος
ἀμετανόητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπλαστος
ἀμεταποίητος
ἀμετάπταιστος
ἀμεταπτωσία
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
View word page
ἀμεταμίσθωτος
ἀμετα-μίσθωτος, ον,
A). not sublet, PTeb. 372 (ii A.D.).


ShortDef

not sublet

Debugging

Headword:
ἀμεταμίσθωτος
Headword (normalized):
ἀμεταμίσθωτος
Headword (normalized/stripped):
αμεταμισθωτος
IDX:
5194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5195
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμετα-μίσθωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not sublet,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 372 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}