Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερίζω
καθυστερικῶς
καθυφαίνω
καθύφεσις
καθυφέτης
καθυφίημι
καθυφίσταμαι
κάθω
καθωπλισμένως
καθωραΐζομαι
καθώς
καθώσπερ
καί1
καιάδας
καιετάεσσαν
View word page
καθυφέτης
καθυφ-έτης, ου, ,
A). praevaricator, ib.


ShortDef

praevaricator

Debugging

Headword:
καθυφέτης
Headword (normalized):
καθυφέτης
Headword (normalized/stripped):
καθυφετης
IDX:
51939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51940
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθυφ-έτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">praevaricator</span>, ib.</div> </div><br><br>'}