Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερίζω
καθυστερικῶς
καθυφαίνω
καθύφεσις
καθυφέτης
καθυφίημι
καθυφίσταμαι
κάθω
καθωπλισμένως
καθωραΐζομαι
καθώς
καθώσπερ
View word page
καθυστερικῶς
καθυστερ-ικῶς, Adv.
A). behind their time, Ptol. Phas. p.11 H.


ShortDef

behind

Debugging

Headword:
καθυστερικῶς
Headword (normalized):
καθυστερικῶς
Headword (normalized/stripped):
καθυστερικως
IDX:
51936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51937
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθυστερ-ικῶς</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">behind</span> their <span class="tr" style="font-weight: bold;">time</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Phas.</span> p.11 </span> H.</div> </div><br><br>'}