Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθυποδύομαι
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερίζω
καθυστερικῶς
καθυφαίνω
καθύφεσις
καθυφέτης
καθυφίημι
καθυφίσταμαι
κάθω
καθωπλισμένως
καθωραΐζομαι
καθώς
View word page
καθυστερίζω
καθυστερ-ίζω, = foreg. 2 ,
A). περὶ τὴν σποράν Gp. 2.13.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθυστερίζω
Headword (normalized):
καθυστερίζω
Headword (normalized/stripped):
καθυστεριζω
IDX:
51935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51936
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθυστερ-ίζω</span>, = foreg. <span class="bibl"> 2 </span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">περὶ τὴν σποράν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 2.13.2 </span> .</div> </div><br><br>'}