Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυποδύομαι
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερίζω
καθυστερικῶς
καθυφαίνω
καθύφεσις
καθυφέτης
καθυφίημι
καθυφίσταμαι
κάθω
View word page
καθυποτοπέομαι
καθυπο-τοπέομαι,
A). place a sinister construction upon, EM 762.15 (nisi leg. καχ-).


ShortDef

place a sinister construction upon

Debugging

Headword:
καθυποτοπέομαι
Headword (normalized):
καθυποτοπέομαι
Headword (normalized/stripped):
καθυποτοπεομαι
IDX:
51932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51933
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθυπο-τοπέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">place a sinister construction upon,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 762.15 </span> (nisi leg. <span class="foreign greek">καχ-</span>).</div> </div><br><br>'}