Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθυπισχνέομαι
καθυπνής
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυποδύομαι
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερίζω
καθυστερικῶς
View word page
καθυπόκειμαι
καθυπό-κειμαι, strengthd. for ὑπόκ-,
A). to be 'in being', 'in evidence', Artem. 1.1 .


ShortDef

to be 'in being', 'in evidence

Debugging

Headword:
καθυπόκειμαι
Headword (normalized):
καθυπόκειμαι
Headword (normalized/stripped):
καθυποκειμαι
IDX:
51926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51927
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθυπό-κειμαι</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ὑπόκ-</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be \'in being\', \'in evidence</span>\', <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0553.tlg001:1:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0553.tlg001:1.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Artem.</span> 1.1 </a>.</div> </div><br><br>'}