Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθυπηρετέομαι
καθυπισχνέομαι
καθυπνής
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυποδύομαι
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
καθυπονοέω
καθυποπτεύω
καθυποστιβίζω
καθυποτάσσω
καθυποτοπέομαι
καθυπουργέω
καθυστερέω
καθυστερίζω
View word page
καθυποδύομαι
καθυπο-δύομαι, strengthd. for ὑποδ-, Eustr. in EN 372.27 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθυποδύομαι
Headword (normalized):
καθυποδύομαι
Headword (normalized/stripped):
καθυποδυομαι
IDX:
51925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθυπο-δύομαι</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ὑποδ-</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4031.tlg002:372:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4031.tlg002:372.27/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eustr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in EN</span> 372.27 </a>.</div><br><br>'}