Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπερτερία
καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
καθυπηρετέομαι
καθυπισχνέομαι
καθυπνής
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
καθυποβαίνω
καθυποβάλλω
καθυπογράφω
καθυποδύομαι
καθυπόκειμαι
καθυποκρίνομαι
View word page
καθυπνής
καθυπν-ής, ές,
A). = κάθυπνος , Nic. Al. 434 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθυπνής
Headword (normalized):
καθυπνής
Headword (normalized/stripped):
καθυπνης
IDX:
51917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51918
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθυπν-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κάθυπνος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:434" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:434/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Al.</span> 434 </a>.</div> </div><br><br>'}