Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθυπακούω
καθυπάρχω
καθυπείκω
καθυπερακοντίζω
καθυπερβάλλω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπερτερία
καθυπέρτερος
καθυπερτίθεμαι
καθυπηρετέομαι
καθυπισχνέομαι
καθυπνής
καθύπνιος
κάθυπνος
καθυπνόω
καθύπνωσις
View word page
καθυπερτερητικός
καθυπερτερ-ητικός, , όν,
A). prevalent, prepollent, δύναμις Vett.Val. 102.14 .


ShortDef

prevalent, prepollent

Debugging

Headword:
καθυπερτερητικός
Headword (normalized):
καθυπερτερητικός
Headword (normalized/stripped):
καθυπερτερητικος
IDX:
51911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51912
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθυπερτερ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prevalent, prepollent</span>, <span class="quote greek">δύναμις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:102:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:102.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vett.Val.</span> 102.14 </a> .</div> </div><br><br>'}