Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπάρχω
καθυπείκω
καθυπερακοντίζω
καθυπερβάλλω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπερτερία
καθυπέρτερος
View word page
καθυπείκω
καθυπ-είκω, strengthd. for ὑπείκω, Nicom. Harm. 3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθυπείκω
Headword (normalized):
καθυπείκω
Headword (normalized/stripped):
καθυπεικω
IDX:
51903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51904
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθυπ-είκω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ὑπείκω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0358.tlg002:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0358.tlg002:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nicom.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Harm.</span> 3 </a>.</div><br><br>'}