Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπάρχω
καθυπείκω
καθυπερακοντίζω
καθυπερβάλλω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
καθυπερτερία
View word page
καθυπάρχω
καθυπ-άρχω, strengthd. for ὑπάρχω, Plu. Cic. 23 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθυπάρχω
Headword (normalized):
καθυπάρχω
Headword (normalized/stripped):
καθυπαρχω
IDX:
51902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51903
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθυπ-άρχω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ὑπάρχω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg055:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg055:23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cic.</span> 23 </a>.</div><br><br>'}