Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυλακτέω
καθυλίζω
καθυλομανέω
καθυμνέω
καθύομαι
καθυπακούω
καθυπάρχω
καθυπείκω
καθυπερακοντίζω
καθυπερβάλλω
καθυπερέχω
καθυπερηφανέω
καθύπερθε
καθυπερτερέω
καθυπερτέρησις
καθυπερτερητικός
View word page
καθυπακούω
καθυπ-ᾰκούω,
A). consent, σῖτον ἀποδόσθαι τῆς καλῶς ἐχούσης τιμῆς IG 7.4262.4 (Oropus, iii/ii B.C.).


ShortDef

consent

Debugging

Headword:
καθυπακούω
Headword (normalized):
καθυπακούω
Headword (normalized/stripped):
καθυπακουω
IDX:
51901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51902
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθυπ-ᾰκούω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consent</span>, <span class="quote greek">σῖτον ἀποδόσθαι τῆς καλῶς ἐχούσης τιμῆς</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 7.4262.4 </span> (Oropus, iii/ii B.C.).</div> </div><br><br>'}