Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγησίλαος
ἀγησίχορος
ἀγητός
Ἀγήτωρ
ἄγι
ἁγιάζω
ἁγίασμα
ἁγιασμός
ἁγιαστήριον
ἁγιαστία
ἁγιαφόρος
ἀγίγαρτος
ἁγίζω
ἀγινέω
ἁγιολόγος
ἁγιοποιέω
ἅγιος
ἁγιότης
ἁγισμός
ἁγιστεία
ἁγίστευμα
View word page
ἁγιαφόρος
ἁγι-αφόρος
,
ον
,
A).
=
ἱεραφόρος
,
IG
3.162
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἁγιαφόρος
Headword (normalized):
ἁγιαφόρος
Headword (normalized/stripped):
αγιαφορος
IDX:
518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-519
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁγι-αφόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἱεραφόρος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 3.162 </span>.</div> </div><br><br>'}