καθοσιόω
καθοσι-όω,
A). dedicate, ἄγαλμα , cf. 1.11 OGI 383.109 , al. (Commagene, i B. C.), SIG 799.6 (Cyzicus, i A. D.):— Med., ὃν τοῖσδε βωμοῖς θεὰ καθωσιώσατο IT 1320 :— Pass., ἐπεὶ δὲ βωμῷ πόπανα καὶ προθύματα καθωσιώθη Pl. 661 , cf. ; 2.23 καθωσιωμένος τινί devoted, of a person, ; 7.6.4 -ωμένοι νόμοι ; 2.581 στρατιῶται Edict. 13.9 .