Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθόπλισις
καθοπτεύει
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιότης
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθότι
καθοῦ
καθουφήν
καθυβρίζω
καθυγραίνω
καθυγρασμός
κάθυγρος
View word page
καθοσιότης
καθοσι-ότης, ητος, ,
A). defunctio, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθοσιότης
Headword (normalized):
καθοσιότης
Headword (normalized/stripped):
καθοσιοτης
IDX:
51884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51885
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθοσι-ότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">defunctio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}