Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καθομολογέω
καθομολογία
κάθομον
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπτεύει
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιότης
καθοσιόω
καθοσίωσις
καθοσιωτέον
καθότι
καθοῦ
View word page
καθοριστικῶς
καθορ-ιστικῶς
, Adv.
A).
definitely
,
οὐδὲν κ. δογματίζειν
Anon.
in Tht.
61.12
.
ShortDef
definitely
Debugging
Headword:
καθοριστικῶς
Headword (normalized):
καθοριστικῶς
Headword (normalized/stripped):
καθοριστικως
IDX:
51879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51880
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθορ-ιστικῶς</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">definitely</span>, <span class="quote greek">οὐδὲν κ. δογματίζειν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Tht.</span> 61.12 </span> .</div> </div><br><br>'}