Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
κάθομον
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπτεύει
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμίζω
καθόρμιον
καθόρμισις
καθόσιος
καθοσιότης
καθοσιόω
View word page
καθοπτεύει
καθοπτεύει· καθορᾷ, Hsch.; cf. κατοπτεύω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθοπτεύει
Headword (normalized):
καθοπτεύει
Headword (normalized/stripped):
καθοπτευει
IDX:
51875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51876
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθοπτεύει·</span> <span class="foreign greek">καθορᾷ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">κατοπτεύω</span>.</div><br><br>'}