Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καθολκή
καθολκός
καθόλου
κάθομα
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
κάθομον
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπτεύει
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμίζω
καθόρμιον
View word page
κάθομον
κάθομον
,
A).
f.l. for
καθ’ οἷμον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάθομον
Headword (normalized):
κάθομον
Headword (normalized/stripped):
καθομον
IDX:
51871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51872
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάθομον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">καθ’ οἷμον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}