Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθολκεύς
καθολκή
καθολκός
καθόλου
κάθομα
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
κάθομον
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπτεύει
καθορατικός
καθοράω
καθορίζω
καθοριστικῶς
καθορμίζω
View word page
καθομολογία
καθομολογ-ία, ,
A). engagement, agreement, Foed.Delph.Pell. 2 A 3 .


ShortDef

engagement, agreement

Debugging

Headword:
καθομολογία
Headword (normalized):
καθομολογία
Headword (normalized/stripped):
καθομολογια
IDX:
51870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθομολογ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">engagement, agreement,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Foed.Delph.Pell.</span> 2 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">A</span> 3 </span>.</div> </div><br><br>'}