Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθοδηγός
καθόδιον
καθοδοιπορέω
κάθοδος
καθολικός
καθολκεύς
καθολκή
καθολκός
καθόλου
κάθομα
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
καθομοιόω
καθομολογέω
καθομολογία
κάθομον
καθόπερ
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπτεύει
View word page
καθομηρεύω
καθομηρ-εύω,
A). express in Homeric language, Hsch. s.v. καθωμηρευμένα .


ShortDef

express in Homeric language

Debugging

Headword:
καθομηρεύω
Headword (normalized):
καθομηρεύω
Headword (normalized/stripped):
καθομηρευω
IDX:
51865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51866
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθομηρ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">express in Homeric language</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">καθωμηρευμένα</span> .</div> </div><br><br>'}