Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθιστίασις
καθιστιάω
καθιστορέω
καθίστρα
καθό
καθοδηγέω
καθοδήγησις
καθοδηγία
καθοδηγός
καθόδιον
καθοδοιπορέω
κάθοδος
καθολικός
καθολκεύς
καθολκή
καθολκός
καθόλου
κάθομα
καθομηρεύω
καθομηρίζω
καθομιλέω
View word page
καθοδοιπορέω
καθοδοιπορέω, strengthd. for ὁδοιπορέω, Erot. Fr. 36 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθοδοιπορέω
Headword (normalized):
καθοδοιπορέω
Headword (normalized/stripped):
καθοδοιπορεω
IDX:
51857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51858
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθοδοιπορέω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ὁδοιπορέω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0716.tlg002:36" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0716.tlg002:36/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Erot.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 36 </a>.</div><br><br>'}