Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθίπταμαι
καθίπταξις
κάθισις
κάθισμα
καθιστάνω
καθίστημι
καθιστήριον
καθιστίασις
καθιστιάω
καθιστορέω
καθίστρα
καθό
καθοδηγέω
καθοδήγησις
καθοδηγία
καθοδηγός
καθόδιον
καθοδοιπορέω
κάθοδος
καθολικός
καθολκεύς
View word page
καθίστρα
καθίστρα, ,
A). = καθέδρα (?), Supp.Epigr. 2.727 (Pednelissus).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθίστρα
Headword (normalized):
καθίστρα
Headword (normalized/stripped):
καθιστρα
IDX:
51850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51851
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθίστρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καθέδρα</span> (?), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.Epigr.</span> 2.727 </span> (Pednelissus).</div> </div><br><br>'}