Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθιμονεύω
καθίννυμαι
κάθιξις
καθιξῶ
καθιππάζομαι
καθίππευσις
καθιππεύω
καθιπποκρατέω
καθιππομαχέω
καθιπποτροφέω
καθίπταμαι
καθίπταξις
κάθισις
κάθισμα
καθιστάνω
καθίστημι
καθιστήριον
καθιστίασις
καθιστιάω
καθιστορέω
καθίστρα
View word page
καθίπταμαι
καθίπταμαι,
A). v. καταπέτομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθίπταμαι
Headword (normalized):
καθίπταμαι
Headword (normalized/stripped):
καθιπταμαι
IDX:
51840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51841
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθίπταμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταπέτομαι</span> .</div> </div><br><br>'}