Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιερωτικός
καθίεψεν
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικμαίνω
καθικνέομαι
καθιλαρεύομαι
καθιλύσας
καθιμάω
καθίμησις
καθιμονεύω
καθίννυμαι
κάθιξις
καθιξῶ
καθιππάζομαι
καθίππευσις
καθιππεύω
View word page
καθιλαρεύομαι
καθῐλᾰρ-εύομαι
, c. gen., and
καθῐλᾰρ-ύνω
, c. dat., sine expl.,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθιλαρεύομαι
Headword (normalized):
καθιλαρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καθιλαρευομαι
IDX:
51826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51827
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθῐλᾰρ-εύομαι</span>, c. gen., and <span class="orth greek">καθῐλᾰρ-ύνω</span>, c. dat., sine expl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}