Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθιερουργέω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
καθιερωτικός
καθίεψεν
καθιζάνω
καθίζω
καθίημι
καθικετεύω
καθικμαίνω
καθικνέομαι
καθιλαρεύομαι
καθιλύσας
καθιμάω
καθίμησις
καθιμονεύω
καθίννυμαι
κάθιξις
καθιξῶ
καθιππάζομαι
View word page
καθικμαίνω
καθικμαίνω,
A). = κατικμαίνω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθικμαίνω
Headword (normalized):
καθικμαίνω
Headword (normalized/stripped):
καθικμαινω
IDX:
51824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51825
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθικμαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατικμαίνω</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}