Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθημαξευμένως
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθῆραι
καθησυχάζω
καθθηρατόριον
καθιγνῦσαι
κάθιδοι
κάθιδρος
καθίδρυμα
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
καθιερεύω
καθιερουργέω
καθιερόω
καθιέρωσις
καθιερωτέος
View word page
κάθιδοι
κάθιδοι· ὑδρίαι ( Arc.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάθιδοι
Headword (normalized):
κάθιδοι
Headword (normalized/stripped):
καθιδοι
IDX:
51807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51808
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάθιδοι·</span> <span class="foreign greek">ὑδρίαι</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arc.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}