Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάθημα
κάθημαι
καθημαξευμένως
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθῆραι
καθησυχάζω
καθθηρατόριον
καθιγνῦσαι
κάθιδοι
κάθιδρος
καθίδρυμα
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
καθιερεύω
καθιερουργέω
καθιερόω
View word page
καθθηρατόριον
καθθηρᾱτόριον, τό, Lacon. (for Καταθηρατόριον),
A). contest in hunting at Sparta, IG 5(1).278 , etc.; cf. κασσηρατόριν.


ShortDef

contest in hunting

Debugging

Headword:
καθθηρατόριον
Headword (normalized):
καθθηρατόριον
Headword (normalized/stripped):
καθθηρατοριον
IDX:
51805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51806
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθθηρᾱτόριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Lacon. (for <span class="foreign greek">Καταθηρατόριον</span>), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contest in hunting</span> at Sparta, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(1).278 </span>, etc.; cf. <span class="foreign greek">κασσηρατόριν</span>.</div> </div><br><br>'}