Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημα
κάθημαι
καθημαξευμένως
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθῆραι
καθησυχάζω
καθθηρατόριον
καθιγνῦσαι
κάθιδοι
κάθιδρος
καθίδρυμα
καθίδρυσις
καθιδρύω
καθιέρευσις
καθιερεύω
View word page
καθῆραι
κᾰθῆραι, καθήρας, aor. 1 inf. and part. of καθαίρω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθῆραι
Headword (normalized):
καθῆραι
Headword (normalized/stripped):
καθηραι
IDX:
51803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51804
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰθῆραι</span>, <span class="orth greek">καθήρας</span>, aor. 1 inf. and part. of <span class="foreign greek">καθαίρω</span>.</div><br><br>'}