Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημα
κάθημαι
καθημαξευμένως
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθῆραι
καθησυχάζω
καθθηρατόριον
καθιγνῦσαι
κάθιδοι
κάθιδρος
καθίδρυμα
καθίδρυσις
View word page
καθημερίσια
καθημερ-ίσια
,
τά
,
A).
daily wages,
IG
12.373.245
.
ShortDef
daily wages
Debugging
Headword:
καθημερίσια
Headword (normalized):
καθημερίσια
Headword (normalized/stripped):
καθημερισια
IDX:
51800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51801
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθημερ-ίσια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">daily wages,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12.373.245 </span>.</div> </div><br><br>'}