Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημα
κάθημαι
καθημαξευμένως
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθῆραι
καθησυχάζω
καθθηρατόριον
καθιγνῦσαι
κάθιδοι
View word page
καθημαξευμένως
καθημαξευμένως
, Adv. pf. part. Pass. of
καθαμαξεύω
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθημαξευμένως
Headword (normalized):
καθημαξευμένως
Headword (normalized/stripped):
καθημαξευμενως
IDX:
51797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51798
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθημαξευμένως</span>, Adv. pf. part. Pass. of <span class="foreign greek">καθαμαξεύω</span> (q. v.).</div><br><br>'}