Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημα
κάθημαι
καθημαξευμένως
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθῆραι
καθησυχάζω
καθθηρατόριον
View word page
κάθημα
κάθημα,
A). v. κάθεμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάθημα
Headword (normalized):
κάθημα
Headword (normalized/stripped):
καθημα
IDX:
51795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51796
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάθημα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κάθεμα</span> .</div> </div><br><br>'}