Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθηγητικός
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημα
κάθημαι
καθημαξευμένως
καθημερεία
καθημέριος
καθημερίσια
καθημεροθύτης
καθημερόω
καθῆραι
καθησυχάζω
View word page
καθηλωτής
καθηλ-ωτής, οῦ, ,
A). one who nails on, Gloss.


ShortDef

one who nails on

Debugging

Headword:
καθηλωτής
Headword (normalized):
καθηλωτής
Headword (normalized/stripped):
καθηλωτης
IDX:
51794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51795
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθηλ-ωτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who nails on,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}