Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καθηγεμονία
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθήγησις
καθηγητής
καθηγητικός
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημα
κάθημαι
καθημαξευμένως
καθημερεία
καθημέριος
View word page
καθηλιάζω
καθηλιάζω
,
A).
bring the sun upon, illuminate
,
νύκτα
Luc.
Epigr.
19
.
ShortDef
to bring the sun down upon, to illuminate
Debugging
Headword:
καθηλιάζω
Headword (normalized):
καθηλιάζω
Headword (normalized/stripped):
καθηλιαζω
IDX:
51789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51790
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθηλιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bring the sun upon, illuminate</span>, <span class="quote greek">νύκτα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.</span> 19 </span> .</div> </div><br><br>'}