Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθέψω
κάθῃ
καθηγεμονία
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθήγησις
καθηγητής
καθηγητικός
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
καθηκόντως
καθήκω
καθηλιάζω
καθῆλιξ
καθηλόω
καθήλωμα
καθήλωσις
καθηλωτής
κάθημα
κάθημαι
καθημαξευμένως
View word page
καθηκόντως
καθηκόντως, v. sq. 11.4 .


ShortDef

fittingly, properly

Debugging

Headword:
καθηκόντως
Headword (normalized):
καθηκόντως
Headword (normalized/stripped):
καθηκοντως
IDX:
51787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51788
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθηκόντως</span>, v. sq. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:11:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:11.4/canonical-url/"> 11.4 </a>.</div><br><br>'}