Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθετικός
κάθετος
καθευδητέον
καθεύδω
καθεύρεμα
καθευρεσιλογέω
καθευρίσκω
καθεφθέος
κάθεφθος
καθέψησις
καθεψιάομαι
καθέψω
κάθῃ
καθηγεμονία
καθηγεμών
καθηγέομαι
καθήγησις
καθηγητής
καθηγητικός
καθηδύνω
καθηδυπαθέω
View word page
καθεψιάομαι
καθεψιάομαι,
A). mock at, c. gen., ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται Od. 19.372 .


ShortDef

to mock at

Debugging

Headword:
καθεψιάομαι
Headword (normalized):
καθεψιάομαι
Headword (normalized/stripped):
καθεψιαομαι
IDX:
51776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51777
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθεψιάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mock at</span>, c. gen., <span class="quote greek">ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:19:372" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:19.372/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 19.372 </a> .</div> </div><br><br>'}