Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμεριμνικός
ἀμέριμνος
ἀμέριστος
ἀμέρμερα
ἀμερμηρεί
ἀμερνός
ἁμεροκοίτης
ἀμερσίγαμος
ἀμερσίνη
ἀμερσίνοος
ἀμερφές
ἀμεσολάβητος
ἄμεσος
ἀμετάβατος
ἀμεταβλησία
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμεταδόξαστος
ἀμεταδοσία
ἀμετάδοτος
ἀμετάθετος
View word page
ἀμερφές
ἀμερφές· αἰσχρόν, Hsch. ἀμέσαι· ἀμαυρῶσαι, Id. (leg. ἀμέρσαι).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμερφές
Headword (normalized):
ἀμερφές
Headword (normalized/stripped):
αμερφες
IDX:
5176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5177
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμερφές·</span> <span class="foreign greek">αἰσχρόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀμέσαι·</span> <span class="foreign greek">ἀμαυρῶσαι,</span> Id. (leg. <span class="foreign greek">ἀμέρσαι</span>).</div><br><br>'}