Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κάθεσσαν
καθεστέον
καθεστηκότως
καθεστήξω
καθεστήριον
καθεστιάω
καθεστῶτα
καθεστώτως
καθέσω
καθετήρ
καθετηρίδιον
καθετηρίζω
καθετήριον
καθετηρισμός
καθετηριστέον
καθέτης
καθετικός
κάθετος
καθευδητέον
καθεύδω
καθεύρεμα
View word page
καθετηρίδιον
καθετ-ηρίδιον
,
τό
, Dim. of foreg.
4
,
BCH
35.286
(ib., ii B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθετηρίδιον
Headword (normalized):
καθετηρίδιον
Headword (normalized/stripped):
καθετηριδιον
IDX:
51760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51761
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθετ-ηρίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg. <span class="bibl"> 4 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 35.286 </span> (ib., ii B.C.).</div><br><br>'}