Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθέσιμον
κάθεσις
κάθεσσαν
καθεστέον
καθεστηκότως
καθεστήξω
καθεστήριον
καθεστιάω
καθεστῶτα
καθεστώτως
καθέσω
καθετήρ
καθετηρίδιον
καθετηρίζω
καθετήριον
καθετηρισμός
καθετηριστέον
καθέτης
καθετικός
κάθετος
καθευδητέον
View word page
καθέσω
καθέσω,
A). v. καθίζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθέσω
Headword (normalized):
καθέσω
Headword (normalized/stripped):
καθεσω
IDX:
51758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51759
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθέσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καθίζω</span> .</div> </div><br><br>'}