Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καθέρπω
κάθες
καθέσιμον
κάθεσις
κάθεσσαν
καθεστέον
καθεστηκότως
καθεστήξω
καθεστήριον
καθεστιάω
καθεστῶτα
καθεστώτως
καθέσω
καθετήρ
καθετηρίδιον
καθετηρίζω
καθετήριον
καθετηρισμός
καθετηριστέον
καθέτης
καθετικός
View word page
καθεστῶτα
καθεστῶτα
,
ων
,
τά
, neut. pl. pf. part. of
καθίστημι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθεστῶτα
Headword (normalized):
καθεστῶτα
Headword (normalized/stripped):
καθεστωτα
IDX:
51756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51757
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθεστῶτα</span>, <span class="itype greek">ων</span>, <span class="gen greek">τά</span>, neut. pl. pf. part. of <span class="foreign greek">καθίστημι</span>.</div><br><br>'}