Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κάθεμεν
καθέννυμι
καθεξῆς
κάθεξις
καθέξω
κάθερμα
καθέρπω
κάθες
καθέσιμον
κάθεσις
κάθεσσαν
καθεστέον
καθεστηκότως
καθεστήξω
καθεστήριον
καθεστιάω
καθεστῶτα
καθεστώτως
καθέσω
καθετήρ
καθετηρίδιον
View word page
κάθεσσαν
κάθεσσαν
,
καθέσσαντο
, aor. 1 of
καθίζω
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάθεσσαν
Headword (normalized):
κάθεσσαν
Headword (normalized/stripped):
καθεσσαν
IDX:
51750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51751
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάθεσσαν</span>, <span class="orth greek">καθέσσαντο</span>, aor. 1 of <span class="foreign greek">καθίζω</span>.</div><br><br>'}