Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμεριμνέω
ἀμεριμνία
ἀμεριμνικός
ἀμέριμνος
ἀμέριστος
ἀμέρμερα
ἀμερμηρεί
ἀμερνός
ἁμεροκοίτης
ἀμερσίγαμος
ἀμερσίνη
ἀμερσίνοος
ἀμερφές
ἀμεσολάβητος
ἄμεσος
ἀμετάβατος
ἀμεταβλησία
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
ἀμεταδόξαστος
ἀμεταδοσία
View word page
ἀμερσίνη
ἀμερσί-νη
,
ἡ
,
A).
=
ἑλξίνη
,
Dsc.
4.39
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμερσίνη
Headword (normalized):
ἀμερσίνη
Headword (normalized/stripped):
αμερσινη
IDX:
5174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5175
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμερσί-νη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑλξίνη</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.39 </span>.</div> </div><br><br>'}