καθέρπω
καθέρπω, aor. 1
A). καθείρπῠσα Ra. 485 :— creep, steal down, ἀπ’ ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος Fr. 89 ; καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικόν Ra. 129 , cf. 485 : metaph., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει Smp. 4.23 .
II). return from exile, SIG 306.54 (Delph., from Tegea, iv B.C.): in this signf. the aor. part. is κατενθών ib. 4 ; pf. part. κατηνθηκώς ib. 39 .