Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
κάθεμεν
καθέννυμι
καθεξῆς
κάθεξις
καθέξω
κάθερμα
καθέρπω
κάθες
καθέσιμον
κάθεσις
κάθεσσαν
καθεστέον
καθεστηκότως
καθεστήξω
καθεστήριον
View word page
καθέξω
καθέξω, fut. of κατέχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθέξω
Headword (normalized):
καθέξω
Headword (normalized/stripped):
καθεξω
IDX:
51744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51745
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθέξω</span>, fut. of <span class="foreign greek">κατέχω</span>.</div><br><br>'}