Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθεκτέον
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
κάθεμεν
καθέννυμι
καθεξῆς
κάθεξις
καθέξω
κάθερμα
καθέρπω
κάθες
καθέσιμον
κάθεσις
κάθεσσαν
καθεστέον
View word page
καθέννυμι
καθέννῡμι,
A). clothe, v. καταέννυμι . καθένς, v. κατατίθημι .


ShortDef

to clothe

Debugging

Headword:
καθέννυμι
Headword (normalized):
καθέννυμι
Headword (normalized/stripped):
καθεννυμι
IDX:
51741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51742
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθέννῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clothe</span>, v. <span class="ref greek">καταέννυμι</span> . <span class="orth greek">καθένς</span>, v. <span class="ref greek">κατατίθημι</span> .</div> </div><br><br>'}