Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθεδράριον
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείατο
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεῖσα
καθειστόν
καθεκτέον
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
κάθεμεν
View word page
καθειστόν
καθειστόν· εἶδος φιλήματος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθειστόν
Headword (normalized):
καθειστόν
Headword (normalized/stripped):
καθειστον
IDX:
51730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51731
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθειστόν·</span> <span class="foreign greek">εἶδος φιλήματος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}