Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καθέδρα
καθεδράριον
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείατο
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεῖσα
καθειστόν
καθεκτέον
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
καθελίσσω
καθελκόομαι
καθελκυσμός
καθέλκω
κάθεμα
View word page
καθεῖσα
καθεῖσα
,
A).
v.
καθίζω
:—but
καθεῖσαν
3 pl. aor. 2 of
καθίημι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθεῖσα
Headword (normalized):
καθεῖσα
Headword (normalized/stripped):
καθεισα
IDX:
51729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51730
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθεῖσα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καθίζω</span> :—but <span class="foreign greek">καθεῖσαν</span> 3 pl. aor. 2 of <span class="foreign greek">καθίημι</span>.</div> </div><br><br>'}