Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμερής
ἀμεριαῖος
ἀμεριμνέω
ἀμεριμνία
ἀμεριμνικός
ἀμέριμνος
ἀμέριστος
ἀμέρμερα
ἀμερμηρεί
ἀμερνός
ἁμεροκοίτης
ἀμερσίγαμος
ἀμερσίνη
ἀμερσίνοος
ἀμερφές
ἀμεσολάβητος
ἄμεσος
ἀμετάβατος
ἀμεταβλησία
ἀμετάβλητος
ἀμετάβολος
View word page
ἁμεροκοίτης
ἁμερο-κοίτης, ἁμερό-κοιτος, Dor. for ἡμερό-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁμεροκοίτης
Headword (normalized):
ἁμεροκοίτης
Headword (normalized/stripped):
αμεροκοιτης
IDX:
5172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5173
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁμερο-κοίτης</span>, <span class="orth greek">ἁμερό-κοιτος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἡμερό-.</span> </div><br><br>'}