Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθαρτικός
καθάρτρια
καθάρυλλος
καθαρώδης
καθαυαίνω
κάθαψις
κάθε
καθέδρα
καθεδράριον
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείατο
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεῖσα
καθειστόν
καθεκτέον
καθέκτης
View word page
καθεδρωτός
καθεδρ-ωτός, όν,
A). provided with seats, καρρίον Gloss.


ShortDef

provided with seats

Debugging

Headword:
καθεδρωτός
Headword (normalized):
καθεδρωτός
Headword (normalized/stripped):
καθεδρωτος
IDX:
51722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51723
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθεδρ-ωτός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">provided with seats</span>, <span class="foreign greek">καρρίον</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}