Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρτρια
καθάρυλλος
καθαρώδης
καθαυαίνω
κάθαψις
κάθε
καθέδρα
καθεδράριον
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείατο
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεῖσα
καθειστόν
View word page
καθεδράριον
καθεδρ-άριον, τό, Dim. of foreg., POxy. 963 (ii/iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθεδράριον
Headword (normalized):
καθεδράριον
Headword (normalized/stripped):
καθεδραριον
IDX:
51720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καθεδρ-άριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 963 </span> (ii/iii A.D.).</div><br><br>'}