Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμέρεια
ἀμερής
ἀμεριαῖος
ἀμεριμνέω
ἀμεριμνία
ἀμεριμνικός
ἀμέριμνος
ἀμέριστος
ἀμέρμερα
ἀμερμηρεί
ἀμερνός
ἁμεροκοίτης
ἀμερσίγαμος
ἀμερσίνη
ἀμερσίνοος
ἀμερφές
ἀμεσολάβητος
ἄμεσος
ἀμετάβατος
ἀμεταβλησία
ἀμετάβλητος
View word page
ἀμερνός
ἀμερνός· ἄπειρος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμερνός
Headword (normalized):
ἀμερνός
Headword (normalized/stripped):
αμερνος
IDX:
5171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5172
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμερνός·</span> <span class="foreign greek">ἄπειρος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}